- ψυκτῆρες
- ψυκτήρwine-coolermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυκτήρας — ο / ψυκτήρ, ῆρος, ΝΑ νεοελλ. ψυκτικός θάλαμος ψυγείου αρχ. 1. σκεύος γεμάτο νερό όπου διατηρούσαν το κρασί δροσερό 2. (κατά τον Ησύχ.) είδος μεγάλου ποτηριού 3. είδος αγγείου κατάλληλου για την ψύξη γάλακτος, ψυγός* 4. στον πληθ. οἱ ψυκτήρες… … Dictionary of Greek
ψυκτήριον — τὸ, Α [ψυκτήρ] 1. υποκορ. ψυκτηρίδιον* 2. στον πληθ. τὰ ψυκτήρια σκιεροί, δροσεροί τόποι κατάλληλοι για αναψυχή, ψυκτήρες … Dictionary of Greek
ψύκτρα — (I) ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) δίσκος πάνω στον οποίο γίνεται η ξήρανση τών σύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχω (Ι) «φυσώ, πνέω» + επίθημα τρα (πρβλ. χύ τρα)]. (II) ἡ Α στον πληθ. αἱ ψύκτραι ειδική κατασκευή κοντά σε λιμάνια για τον καθαρισμό πλοίων ή, κατ… … Dictionary of Greek